ολοκότ(τ)ινος

ολοκότ(τ)ινος
ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α)
είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α' συνθετικό το ὅλος. Το β' συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολοκότ(τ)ινον — ὁλοκότ(τ)ινον, τὸ (Α, Μ ὁλοκοτίνιον και ὁλοκοτίνιν). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὁλοκότ(τ)ινος* με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”