- ολοκότ(τ)ινος
- ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α)είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α' συνθετικό το ὅλος. Το β' συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)].
Dictionary of Greek. 2013.